- πολυκλεής
- -ές, και ποιητ. τ. πολυκλήεις, -εσσα, -εν, Απερίφημος, ξακουστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κλεής (< κλέος, τό «φήμη»), πρβλ. μεγαλο-κλεής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πολυκλεής — Πολυκλέης masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκλεής — far famed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκλεέστερος — πολυκλεής far famed masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυκλεῖ — Πολυκλέης masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυκλῆς — Πολυκλέης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυκλέους — Πολυκλέης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολύκλεις — Πολυκλέης masc voc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυκλήεις — εσσα, εν, Α (ποιητ. τ.) βλ. πολυκλεής … Dictionary of Greek